Ένα γονίδιο που παίζει ρόλο στο πόσο αλκοόλ συνηθίζει να πίνει κάποιος, ανακάλυψε μια διεθνής ομάδα επιστημόνων.
Μάλιστα, ελπίζουν ότι η ανακάλυψή τους θα βοηθήσει στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών θεραπειών του αλκοολισμού.
Μέχρι σήμερα, είχε ανακαλυφθεί μόνο άλλο ένα γονίδιο που ελέγχει τη διάσπαση του αλκοόλ στο ήπαρ, το οποίο είχε βρεθεί να έχει μια αξιοσημείωτη γενετική επίδραση στην κατανάλωση αλκοόλ.
Σε μια ξεχωριστή έρευνα, αμερικανοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε άλλους ανθρώπους ο εγκέφαλος απολαμβάνει το ποτό και σε άλλους όχι, με συνέπεια μερικοί πότες να «ανεβαίνουν» ψυχολογικά και άλλοι, αντίθετα, να «πέφτουν».
Όσον αφορά την πρώτη μελέτη, οι ερευνητές, που ανέλυσαν δείγματα γενετικού υλικού σε περισσότερα από 47.000 άτομα σε διάφορες χώρες, διαπίστωσαν ότι όσοι άνθρωποι διαθέτουν μια σπανιότερη παραλλαγή του γονιδίου AUTS2 πίνουν κατά μέσο όρο 5% λιγότερο αλκοόλ σε σχέση με όσους έχουν στο DΝΑ τους την πιο κοινή γενετική παραλλαγή.
Το συγκεκριμένο γονίδιο είχε στο παρελθόν συνδεθεί με τον αυτισμό και τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, αν και η πραγματική λειτουργία του δεν είναι ακόμα σαφής, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Οι ερευνητές έκαναν πειράματα και σε πειραματόζωα (ποντίκια και μύγες) και διαπίστωσαν ότι όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε άλλα είδη, το γονίδιο AUTS2 φαίνεται να επηρεάζει την ικανότητα πρόσληψης αλκοόλ.
Γιατί όμως μερικοί άνθρωποι γίνονται ευχάριστοι και κοινωνικοί με το αλκοόλ, ενώ άλλοι πέφτουν σε κατάθλιψη και γίνονται δυσάρεστοι στους γύρω τους;
Σε μια άλλη μελέτη, ερευνητές του Τμήματος Ψυχιατρικής και Συμπεριφορικής Νευροεπιστήμης του πανεπιστημίου του Σικάγο, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, ο βαθμός που το ποτό «ανεβάζει» ή «ρίχνει» ψυχολογικά κάποιον, κάνοντάς τον πιο χαρούμενο ή πιο λυπημένο, είναι κυρίως θέμα εκ γενετής δομής του εγκεφάλου.
Όσοι «τη βρίσκουν» εύκολα με το αλκοόλ, δηλαδή το κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου τους είναι πιο ευαίσθητο στο ερέθισμα του αλκοόλ, σύμφωνα με τους ερευνητές, κινδυνεύουν περισσότερο να παρασυρθούν σε υπερβολική χρήση, να εθιστούν σε αυτό και τελικά να γίνουν αλκοολικοί.
Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι οι φανατικοί πότες είναι -χωρίς να το καταλαβαίνουν πάντα- πιο ευαίσθητοι στα συναισθήματα ευφορίας που προκαλεί το αλκοόλ και έτσι ελκύονται πιο πολύ για να πιούν όλο και περισσότερο.
Οι επιστήμονες έκαναν πειράματα με περίπου 200 εθελοντές ηλικίας 21 έως 35 ετών, που είχαν χωρίσει σε δύο ομάδες, «βαριών» και «ελαφριών» καταναλωτών αλκοόλ.
Κατέληξαν ότι, ανάλογα με τη γενετική προδιάθεσή τους, οι άνθρωποι ίδιου βάρους μπορεί να πίνουν αρχικά παρόμοια ποσότητα αλκοόλ, όμως ο εγκέφαλος τους αντιδρά πολύ διαφορετικά, με συνέπεια να έχουν στην πορεία διαφορετικές σωματικές-ψυχικές-νοητικές εμπειρίες από το ποτό και, έτσι, να καταλήγουν να πίνουν τελικά διαφορετικές ποσότητες.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι αρχικές αντιδράσεις ενός ανθρώπου, όταν πίνει το πρώτο ποτό του, μπορεί να αποτελέσουν συνήθως αξιόπιστο δείκτη πρόγνωσης για το πόσο θα πιεί στη συνέχεια.
Μάλιστα, ελπίζουν ότι η ανακάλυψή τους θα βοηθήσει στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών θεραπειών του αλκοολισμού.
Μέχρι σήμερα, είχε ανακαλυφθεί μόνο άλλο ένα γονίδιο που ελέγχει τη διάσπαση του αλκοόλ στο ήπαρ, το οποίο είχε βρεθεί να έχει μια αξιοσημείωτη γενετική επίδραση στην κατανάλωση αλκοόλ.
Σε μια ξεχωριστή έρευνα, αμερικανοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε άλλους ανθρώπους ο εγκέφαλος απολαμβάνει το ποτό και σε άλλους όχι, με συνέπεια μερικοί πότες να «ανεβαίνουν» ψυχολογικά και άλλοι, αντίθετα, να «πέφτουν».
Όσον αφορά την πρώτη μελέτη, οι ερευνητές, που ανέλυσαν δείγματα γενετικού υλικού σε περισσότερα από 47.000 άτομα σε διάφορες χώρες, διαπίστωσαν ότι όσοι άνθρωποι διαθέτουν μια σπανιότερη παραλλαγή του γονιδίου AUTS2 πίνουν κατά μέσο όρο 5% λιγότερο αλκοόλ σε σχέση με όσους έχουν στο DΝΑ τους την πιο κοινή γενετική παραλλαγή.
Το συγκεκριμένο γονίδιο είχε στο παρελθόν συνδεθεί με τον αυτισμό και τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, αν και η πραγματική λειτουργία του δεν είναι ακόμα σαφής, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Οι ερευνητές έκαναν πειράματα και σε πειραματόζωα (ποντίκια και μύγες) και διαπίστωσαν ότι όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε άλλα είδη, το γονίδιο AUTS2 φαίνεται να επηρεάζει την ικανότητα πρόσληψης αλκοόλ.
Γιατί όμως μερικοί άνθρωποι γίνονται ευχάριστοι και κοινωνικοί με το αλκοόλ, ενώ άλλοι πέφτουν σε κατάθλιψη και γίνονται δυσάρεστοι στους γύρω τους;
Σε μια άλλη μελέτη, ερευνητές του Τμήματος Ψυχιατρικής και Συμπεριφορικής Νευροεπιστήμης του πανεπιστημίου του Σικάγο, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, ο βαθμός που το ποτό «ανεβάζει» ή «ρίχνει» ψυχολογικά κάποιον, κάνοντάς τον πιο χαρούμενο ή πιο λυπημένο, είναι κυρίως θέμα εκ γενετής δομής του εγκεφάλου.
Όσοι «τη βρίσκουν» εύκολα με το αλκοόλ, δηλαδή το κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου τους είναι πιο ευαίσθητο στο ερέθισμα του αλκοόλ, σύμφωνα με τους ερευνητές, κινδυνεύουν περισσότερο να παρασυρθούν σε υπερβολική χρήση, να εθιστούν σε αυτό και τελικά να γίνουν αλκοολικοί.
Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι οι φανατικοί πότες είναι -χωρίς να το καταλαβαίνουν πάντα- πιο ευαίσθητοι στα συναισθήματα ευφορίας που προκαλεί το αλκοόλ και έτσι ελκύονται πιο πολύ για να πιούν όλο και περισσότερο.
Οι επιστήμονες έκαναν πειράματα με περίπου 200 εθελοντές ηλικίας 21 έως 35 ετών, που είχαν χωρίσει σε δύο ομάδες, «βαριών» και «ελαφριών» καταναλωτών αλκοόλ.
Κατέληξαν ότι, ανάλογα με τη γενετική προδιάθεσή τους, οι άνθρωποι ίδιου βάρους μπορεί να πίνουν αρχικά παρόμοια ποσότητα αλκοόλ, όμως ο εγκέφαλος τους αντιδρά πολύ διαφορετικά, με συνέπεια να έχουν στην πορεία διαφορετικές σωματικές-ψυχικές-νοητικές εμπειρίες από το ποτό και, έτσι, να καταλήγουν να πίνουν τελικά διαφορετικές ποσότητες.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι αρχικές αντιδράσεις ενός ανθρώπου, όταν πίνει το πρώτο ποτό του, μπορεί να αποτελέσουν συνήθως αξιόπιστο δείκτη πρόγνωσης για το πόσο θα πιεί στη συνέχεια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου