Το 1977 ο Νίκος Παπάζογλου κατέβηκε στην Αθήνα, για τις ανάγκες της παράστασης ‘Αχαρνής’ του Διονύση Σαββόπουλου, όπου έπαιζε και τραγουδούσε. Συμμετέχει φυσικά και στο δίσκο που κυκλοφόρησε στη συνέχεια.
Ένα χρόνο μετά ο δίσκος ‘Η Εκδίκηση Της Γυφτιάς’ «σκάει» σαν βόμβα στα θεμέλια του μουσικού “καθώς-πρεπισμού” της εποχής από τη μια, και του λαϊκισμού από την άλλη. Ξυδάκης, Ρασούλης και Παπάζογλου σε μια δουλειά που έγινε στο νεοσύστατο -περίφημο σήμερα- studio ‘Αγροτικόν’ του Νίκου και σημάδεψε για πάντα το ελληνικό τραγούδι.
Αρχικά αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τους “ειδικούς”, με αρνητικά σχόλια ή και με απορία. «Τι είναι αυτό το πράγμα; Λαϊκό με επίφαση και στυλ ροκ;», έλεγαν. Η ομάδα όμως ήταν αποφασισμένη. “Χτυπούν” για δεύτερη φορά το 1979 και απαντούν στις δήθεν απόψεις, με ‘Τα Δήθεν’. Η απήχηση του κόσμου είναι πια δεδομένη. Κάποιο βράδυ, ενώ οδηγεί με τη μηχανή του, τον πλησιάζει ένα ζευγάρι πάνω σε μηχανή επίσης και του προτείνουν να κάνει μια συναυλία στο αμφιθέατρο της Νομικής. Δέχεται, αλλά πρέπει να σχηματίσει ορχήστρα. Παίρνει τον Γιώργο Σιδέρη μπουζούκι, γιατρός από την Αθήνα που ήξερε τα κομμάτια, και τους υπόλοιπους από τον ‘Φοιτητικό Όμιλο Θεάτρου – Κινηματογράφου’ του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η συναυλία είχε μεγάλη επιτυχία κι ο Νίκος αποφασίζει πως, παρά τις δυσκολίες, αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί με τη μουσική. Φτιάχνει το σχήμα του, με μπουζούκι τον Ισίδωρο Παπαδάμου (πρώην “Χειμερινό Κολυμβητή”) κι αρχίζουν να παίζουν όπου τους καλούν.
Στην Αθήνα έπαιξαν μόνο για σαράντα μέρες τα Χριστούγεννα του 1983, στο ‘Ζoom’, ως ‘Ταχεία Θεσσαλονίκης’. Δεν πήγαν καλά οι εμφανίσεις, κι αναγκάστηκε να βάλει κι από τη τσέπη του χρήματα για να πληρωθούν οι μουσικοί, που είχαν αφήσει στο μεταξύ τα μεροκάματά τους στη Θεσσαλονίκη για να έρθουν μαζί του. Έκτοτε δεν ξανάπαιξε στην Αθήνα για μεγάλα διαστήματα, εκτός από τα γνωστά live του.
Άρχισε να στήνει λοιπόν ο ίδιος τις περιοδείες του, από την επόμενη κιόλας χρονιά. Μέχρι σήμερα έτσι λειτουργεί. Μάλιστα σε περιπτώσεις που οι εισπράξεις ξεπερνούν το ποσό που έχει συμφωνηθεί, τότε το πλεονάζον ποσό μοιράζεται και χρησιμοποιείται από όλους, για βιβλία σε βιβλιοθήκες συλλόγων ή παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Ο Νίκος Παπάζογλου συμμετέχει στη ‘Ρεζέρβα’ του Σαββόπουλου, στον δίσκο ‘Χειμερινοί Κολυμβητές’ του γνωστού σχήματος και το 1984 κάνει τον πρώτο ουσιαστικά προσωπικό του δίσκο σε ένα ύφος ‘μικτό και μόνιμο’.
Η ‘Ταχεία Θεσσαλονίκης’ διαλύεται από ερασιτέχνες μουσικούς. Είναι η ‘Λοξή Φάλαγγα’ που κάθε χρόνο όλο κι αλλάζει λίγο τη σύνθεσή της, γιατί ο Παπάζογλου προτιμά την ερασιτεχνική ειλικρίνεια από την επαγγελματική δεξιοτεχνία και τις ασφαλείς εκ των προτέρων ενορχηστρώσεις. Το 1986 κυκλοφορεί το ‘Μέσω Νεφών’ και παράλληλα συμμετέχει στο ‘Πότε Βούδας, Πότε Κούδας’ των Ρασούλη – Βαγιόπουλου και στο ‘Ζήτω Το Ελληνικό Τραγούδι’ του Σαββόπουλου. Το 1988 έρχεται η συνεργασία με το Μάνο Χατζιδάκη στην μπουάτ ‘Σείριος’ και βεβαίως στο δίσκο ‘Στο Σείριο Υπάρχουνε Παιδιά’.
Το ιδιόμορφο ύφος του, όχι μόνο δεν επηρεάζει, αλλά βοηθά στο να ξεχωρίσει και να χαρακτηρισθεί ως ‘η ελπίδα του νέου ελληνικού τραγουδιού’. Ο τύπος που δεν βγάζει από πάνω του τα τζιν και το κόκκινο μαντήλι, είναι αυτός που καταφέρνει να γεμίζει γήπεδα και υπαίθρια θέατρα και να ξεσηκώσει τον κόσμο με ένα του μόνο χτύπημα στο ντέφι. Σε τέτοια ατμόσφαιρα βγαίνουν το 1990 τα ‘Σύνεργα’ και βέβαια η ζωντανή ηχογράφηση ‘Στο Θέατρο Λυκαβηττού’ το ’91, ένας χώρος που πλέον είναι συνδεδεμένος με τις εμφανίσεις του στο τέλος κάθε καλοκαιριού.
Η λεγόμενη “Σχολή της Θεσσαλονίκης” είναι ουσιαστικά η “σχολή Παπάζογλου”. Εκείνος άνοιξε το δρόμο, για να ακολουθήσουν όλοι οι υπόλοιποι. Κανείς δεν ξέρει τι μέλλον θα είχαν ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, οι Μικρές Περιπλανήσεις, ο Γιάννης Μήτσης, η Μελίνα Κανά και τόσοι άλλοι, αν δεν τολμούσε πρώτος ο Παπάζογλου.
Η αλήθεια είναι πως ο “χαμένος” θα ήταν το ελληνικό τραγούδι και κατ’ επέκτασιν όλοι εμείς. Όλοι αυτοί κι άλλοι τόσοι πέρασαν από το ‘Αγροτικόν’, ενορχήστρωσαν και ηχογράφησαν τα τραγούδια τους.
«Η δική μου πείρα λειτουργεί σαν μια μορφή διακριτικής καθοδήγησης. Ακούω κομμάτια και λέω δεν πρέπει να πάνε χαμένα. Πρέπει να ξεφορτωθείς το πρώτο σου υλικό για να πας παρακάτω. Αλλιώς θα στριφογυρνάς στα ίδια που θα σε βαραίνουν αφόρητα. Αν ο Σωκράτης Μάλαμας ήταν φορτωμένος με τις πρώτες του μπαλάντες τι θα γινόταν; Κάναμε τους δύο πρώτους του δίσκους και μετά πήρε φόρα ο Σωκράτης και κάνει αυτά τα εξαιρετικά τραγούδια», λέει ο ίδιος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου